- εσορώ
- ἐσορῶ, -έω, ιων. τ. (Α)βλ. εισορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσορῶ — εἰσοράω look into pres imperat mid 2nd sg εἰσοράω look into pres imperat mp 2nd sg (epic) εἰσοράω look into pres subj act 1st sg (attic epic ionic) εἰσοράω look into pres ind act 1st sg (attic epic ionic) εἰσοράω look into pres subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισορώ — εἰσορῶ και ἐσορῶ ( άω) (Α) 1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.) 2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ έναν τόπο 3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῡ» μέ βλέπεις ότι φεύγω) 4.… … Dictionary of Greek
χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η … Dictionary of Greek